- κεκρυφαλοπλόκος
- κεκρυφᾰλοπλόκος, ον,A netting κεκρύφαλοι (v. sq.), Critias 69 D.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κεκρυφαλοπλόκος — κεκρυφαλοπλόκος, ον (Α) αυτός που πλέκει κεκρυφάλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεκρύφαλος + πλόκος (< πλόκος < πλέκω), πρβλ. δολο πλόκος, στεφανη πλόκος] … Dictionary of Greek
κεκρυφαλοπλόκος — netting masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)